διαμηνώ

διαμηνώ
διαμήνυσα, διαμηνύθηκα, διαβιβάζω μήνυμα μέσω κάποιου άλλου: Μου διαμήνυσε την επιθυμία του να με συναντήσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαμηνώ — διαμηνάω / διαμηνώ, διαμήνυσα βλ. πίν. 177 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαμηνάω — / διαμηνώ, διαμήνυσα βλ. πίν. 177 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαμηνύω — διαμηνύω, διαμήνυσα βλ. πίν. 5 και πρβλ. διαμηνάω / διαμηνώ Σημειώσεις: διαμηνύω : σε επίσημο ύφος λόγου απαντάται και ο λόγιος αόριστος διεμήνυσα. Σπάνια είναι η χρησιμοποίηση του ρήματος στην παθητική φωνή (διαμηνύομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”